αγκαλιδαγωγός

αγκαλιδαγωγός
ἀγκαλιδαγωγός, -όν (Α)
(για ζώα) αυτός που μεταφέρει αγκαλίδες, δεμάτια ή φορτίο γενικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίς + ἀγωγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγκαλιδαγωγοί — ἀγκαλιδαγωγός carrying an armful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκαλιδαγωγώ — ἀγκαλιδαγωγῶ, έω (Α) [ἀγκαλιδαγωγός] μεταφέρω φορτίο …   Dictionary of Greek

  • αγκαλιδηφόρος — ἀγκαλιδηφόρος, ον (AM) (για ανθρώπους) αυτός που μεταφέρει δεμάτια (πρβλ. για ζώα, ἀγκαλιδαγωγός*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίδη, παράλληλος τύπος τής λ. ἀγκαλίς + φόρος < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • ἀγκαλιδαγωγοῖς — ἀγκαλιδαγωγέω carry a bundle pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ἀγκαλιδαγωγός carrying an armful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”